-
1 προτεραῖος
προτεραῖος, am Tage vorher; ἡ προτεραία, sc. ἡμέρα, der Tag vorher; τῇ προτεραίᾳ, Her. 7, 212; τῆς καταστάσιος, 9, 9; κραιπαλῶντα ἔτι ἐκ τῆς προτεραίας, Plat. Conv. 176 d; seltener τῇ προτεραίᾳ ἡμέρᾳ, Phaed. 59 d; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῠτ' ἔλεγε, am Tage vor dem, an welchem er dies sagte, Dem. 21, 119; Folgde.
-
2 προτεραῖος
προτεραῖος, am Tage vorher; ἡ προτεραία, sc. ἡμέρα, der Tag vorher; τῇ προτεραίᾳ ὅτε ταῠτ' ἔλεγε, am Tage vor dem, an welchem er dies sagte
См. также в других словарях:
προτεραίος — α, ο / προτεραῑος, αία, ον, ΝΑ 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην προηγούμενη ημέρα, στην παραμονή («τῇ προτεραίᾳ ἡμέρα τῆς μάχης», Θουκ.) 2. (το θηλ. ως oυσ.) ἡ προτεραία η προηγούμενη μέρα, η παραμονή («τῇ προτεραίᾳ τῆς θυσίας», Ανδοκ.) αρχ … Dictionary of Greek
προτεράσιος — ία, ον, Α (δωρ. τ.) 1. αυτός που ανήκει στην προηγούμενη ημέρα, στην προτεραία 2. το θηλ. ως ουσ. ἠ προτερασία η προτεραία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρότερος + κατάλ. ᾱσιος (αντί ήσιος*), πρβλ. ημερ ήσιος] … Dictionary of Greek
προτερεία — ἡ, Α η πρότερη ημέρα, η προτεραία («τὸ μίσθωμα... πὰρ Fέτος ἀεὶ Πανάμου μηνὸς προτερείαι», Ηρακλεωτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αντί προτεραία, πιθ. με ανομοίωση] … Dictionary of Greek
προηγούμαι — προηγοῡμαι, έομαι, ΝΜΑ [ἡγοῡμαι] 1. βαδίζω πριν από άλλον ή άλλους και δείχνω τον δρόμο, προπορεύομαι και οδηγώ κάποιον 2. (η μτχ. ενεστ. ως επίθ.) προηγούμενος, η, ο(ν) πρότερος, προγενέστερος («τον προηγούμενο μήνα») 3. (το ουδ. πληθ. μτχ.… … Dictionary of Greek
πρότερος — έρα, ο / πρότερος, έρα, ον, ΝΜΑ, και θηλ. πρότερη Ν 1. (για χρόνο) προηγούμενος, προγενέστερος (α. «η προτέρα του δράση» β. «ὧδε καὶ οἱ πρότεροι πόλιας καὶ τείχε ἐπόρθουν», Ομ. Ιλ.) 2. (το ουδ. ως επίρρ.) πρότερον προηγουμένως, πρωτύτερα νεοελλ.… … Dictionary of Greek